Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1929-1932 ΚΑΙ Η ΥΦΕΣΗ 2008-2009 : ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΩΝ

Άνεργοι σε τεράστια ουρά (Συνηθισμένη εικόνα από τις Η.Π.Α., κατά την περίοδο της δομικής οικονομικής κρίσης, που ενταφίασε τον κλασσικό καπιταλισμό της αγοράς, την δεκαετία του '30).
Δεν είχα σκοπό να ανοίξω, στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αυτό το σημαντικό θέμα.

Πιστός στην λογική των στρογγυλών αριθμητικά επετείων, σκόπευα να το ανοίξω εφέτος τον Οκτώβριο,
οπότε συμπληρώνονται 80 χρόνια από την κατάρρευση της Wall Street στις 29 Οκτωβρίου 1929, η οποία συμπαρέσυρε σαν ντόμινο (ένα αναπάντεχο και απρόσμενο ντόμινο) ολόκληρη την οικονομία των Η.Π.Α., που αποτέλούσε την πιο εκμοντερνισμένη οικονομία του κόσμου, για εκείνη την εποχή (όπως και σήμερα).

Όμως, μια συζήτηση στο Πολιτικό Καφενείο [που πολιτικά πρόσκειται στο Ε.Ε.Κ., το τροτσκιστικό Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα, το οποίο αποτελεί μετεξέλιξη της Ε.Δ.Ε., ήτοι της Εργατικής Διεθνιστικής Ένωσης], του οποίου Administrator είναι ο κ. Παναγιώτης Βήχος, η οποία αφορούσε τον Κορνήλιο Καστοριάδη και πήρε τέτοια τροπή τον Οκτώβριο του 2008, ώστε να συμπεριλάβει περίπου τα πάντακαι να επεκταθεί στην παρούσα χρηματιστηριακή αναστάτωση, που έφερε τριγμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α., λόγω της φούσκας των, εκτός του αμερικανικού Ομοσπανδιακού Τραπεζικού Συστήματος, διαβόητων επενδυτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όπως η Lehmann, η Merryl Lynch και ο AIG και τελικά εξελίχθηκε στην παρούσα ύφεση, με έκανε να ανασκουμπωθώ και να ασχοληθώ, εκτενώς, από τον Οκτώβριο του 2008, με την αναστάτωση στην αμερικανική τραπεζοπιστωτική αγορά, αλλά, κυρίως, με την δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος την περίοδο 1929 - 1941.

Αυτό έγινε, λόγω της σκληρής αντιπαλότητας, που προέκυψε, γύρω από το αν τα στοιχεία, δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό ''ΚΡΙΣΗ'', όταν αναφερόμαστε στην σημερινή αναστάτωση των αγορών στις Η.Π.Α. και στον κόσμο ολόληρο, ή όχι.

[Δεδομένο είναι ότι οι τροτσκιστές, περισσότερο από όλους τους μαρξιστές, περιμένουν την τελική πτώση του καπιταλισμού, μέσα από μια κρίση, την οποία, διαρκώς, προαναγγέλουν, με νεοϊερεμιάδες, όταν τους δίδεται μιά ευκαρία, όπως αυτή, με τις σημερινές αναστατώσεις στην χρηματοπιστωτική αγορά των Η.Π.Α. Δείτε στο ''Πολιτικό Καφενείο'' το θέμα : ''ΚΌΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ : ΕΝΑΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ'', στην νέα ηλεκτρονική διεύθυνση του εν λόγω θέματος :http://www.politikokafeneio.com/Forum/viewtopic.php?t=17364 , διότι η παλαιά (http://www.politikokafeneio.com/Forum/viewtopic.php?t=15392 ) χακεύτηκε για 3η, ή 4η (!!!) φορά - έχω χάσει τον λογαριασμό -, τελευταία την 10/4/2009].

Επίσης, δείτε και το άρθρο μου στο ''PETROUPOLIS FORUMS'', με τίτλο :''1929-32 : THE GREAT DEPRESSION Η ΔΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ'' http://www.phpbbserver.com/pfor/viewtopic.php?t=1430&mforum=pfor , στο οποίο, σε ένα μεγάλο βαθμό, βασίστηκε και το παρόν αφιέρωμα.



John Maynard Keynes : Ο ουσιαστικός διασώστης και θεωρητικός του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλιστικού συστήματος.

Η δική μου σαφώς εκφρασμένη άποψη είναι πως δεν πρόκειται για οικονομική κρίση, με την έννοια, που έδιναν οι κλασσικοί οικονομολόγοι και ο Μαρξ στην λέξη κρίση, αλλά πως πρόκειται για μια αναστάτωση, η οποία εξελίχθηκε σε ύφεση, χωρίς να έχει φθάσει και χωρίς να φθάσει να εξελιχθεί σε οικονομική κρίση, με την κλασσική έννοια του όρου, όπως αυτή έχει περιγραφεί στα οικονομικά εγχειρίδια και όπως έχει λάβει σάρκα και οστά στην πράξη, κατά την εποχή πριν από την μετεξέλιξη του κλασσικού καπιταλισμού στον σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό της εποχής μας, μια μετεξέλιξη, η οποία επιταχύνθηκε από την τελευταία κλασσική (δομική) οικονομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, εκείνη, δηλαδή, της περιόδου 1929 - 1932.



Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ - πρόεδρος των Η.Π.Α. (1933 - 1945). Ο πολιτικός σωτήρας της φιλελεύθερης ολιγαρχικής μορφής του σύγχρονου γραφειοκρατικού καπιταλισμού.

Από αυτή την αντιπαράθεση, με τους μαρξιστές (τροτσκιστές) συνομιλητές μου, ήλθε και η αναγκαιότητα της αναφοράς και της επισταμένης μελέτης της τελευταίας μεγάλης δομικής κρίσης του καπιταλισμού, κατά την περίοδο 1929 - 1932, η οποία, αν και ανακόπηκε, ως προς την ιλιγγιώδη ταχύτητα της κατάρρευσης της αμερικανικής οικονομίας, με την άνοδο του Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ στην εξουσία και την επικράτηση των ιδεών των Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς και Ίρβινγκ Φίσερ, ουδέποτε ξεπεράστηκε τελειωτικά, παρά μόνον με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο στις 7/12/1941, μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ.




Irving Fisher. Ο ιδρυτής της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος, με την περίφημη ''εξίσωση του Φίσερ'' και τον αριθμοδείκτη (δείκτη τιμών καταναλωτή).


Αυτή η μεγάλη δομική κρίση του καπιταλισμού, αφού από τις Η.Π.Α. η κρίση επεκτάθηκε διεθνώς, ήταν - και εξακολουθεί να είναι - το μοντέλο της καπιταλιστικής κρίσης, για όλους τους μαρξιστές, ακριβώς επειδή επεκτάθηκε απρόσμενα και ταχύτατα και έφερε το κλασσικό καπιταλιστικό σύστημα, που είχαν γνωρίσει οι Μαρξ, Ένγκελς, Μπακούνιν, Λένιν, Τρότσκυ και Στάλιν, στα πρόθυρα της κατάρρευσης και της πλήρους αντικατάστασής του από, άλλης υφής και διαρθρώσεως, συστήματα, σαν το ναζιστικό στην Κεντρική Ευρώπη και το ''σοβιετικό'' στην παλιά τσαρική αυτοκρατορία.

Έτσι, η δομική κρίση του κλασσικού καπιταλισμού στα μέσα της εποχής του Μεσοπολέμου αποτελεί και το μέτρο συγκρίσεως, για τον χαρακτηρισμό μιας εκδήλωσης των χρηματοπιστωτικής, κυρίως, μορφής δυσλειτουργιών του καπιταλισμού. Για το αν, δηλαδή, αυτή την εκδήλωση των δυσλειτουργιών του καπιταλισμού μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε, ως απλή αναστάτωση, ή ως ύφεση, ή ως κρίση. Και αυτό το μέτρο σύγκρισης έχει να κάνει με το ποιές είναι, σε κάθε εξεταζόμενη περίπτωση, οι επιπτώσεις του φαινομένου, που παρατηρείται, στην πραγματική οικονομία. Γι' αυτό, λοιπόν και για να μπορέσει να προσδιοριστεί μια αναστάτωση του συστήματος, ως κρίση, με την ουσιώδη οικονομική έννοια του όρου και όχι, με την αγοραία δημοσιογραφική έννοιά της, πρέπει οι επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία (Α.Ε.Π., παραγωγή, κατανάλωση, τιμές, ανεργία, ρυθμοί ανάπτυξης, όγκος του εμπορίου κλπ) να είναι τέτοιας τάξεως μεγέθους, που να μπορούν να συγκριθούν - έστω και εκ του μακρόθεν - με τις επιπτώσεις, που είχε η δομική κρίση του κλασσικού καπιταλιστικού συστήματος στην αμερικανική οικονομία, κατά την δεκαετία του '30. Άλλως, οι προσδιορισμοί πρέπει να λάβουν άλλον χαρακτήρα (αναστάτωση, ύφεση κλπ) και όχι, βέβαια, αυτόν την κρίσης. [Θυμίζω, παρενθετικά, ότι το 2000 στην Ελλάδα το σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας παρουσιάστηκε, δημοσιογραφικά, ως κρίση, κάτι που ουδέποτε υπήρξε, αφού η ελληνική οικονομία εκείνον τον χρόνο, αλλά και τα επόμενα αναπτύχθηκε με ρυθμούς του 4%, η παραγωγή αυξήθηκε αλματωδώς, η ανεργία δεν έλαβε έκταση, πέραν από την συνηθισμένη, η βιομηχανική παραγωγή δεν πειράχθηκε, αλλά, αντίθετα, αυξήθηκε και αυτή κλπ].

Τα μεγέθη της αμερικανικής οικονομίας την περίοδο 1929 - 1932 και πολύ λιγότερο μετέπειτα, έως το 1941, υπέστησαν δεινό, συντριπτικό πλήγμα. Την απίστευτη έκταση και την υπερμεγέθη βαθύτητα αυτού του πλήγματος θα τις δούμε στην πορεία. Όπως, επίσης, θα εξετάσουμε την οικονομοτεχνική τεχνογνωσία, που απέκτησε η άρχουσα γραφειοκρατική καπιταλιστική ελίτ, μαζί με την κοινωνική τεχνολογία, που δημιούργησε, προκειμένου και να προλαβαίνει την εκδήλωση των δυσλειτουργιών του συστήματος ή/και να μην επιτρέπει την εξέλιξή τους, σε ανοικτές κρίσεις όταν, λόγω ολιγωριών, ή εσφαλμένων εκτιμήσεων, οι δυσλειτουργίες του συστήματος προχωρούν και πλήττουν την πραγματική οικονομία. Αυτά τα όπλα, εκείνην την εποχή δεν υπήρχαν και γι' αυτό η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος έλαβε δομικό χαρακτήρα, απειλώντας το σύστημα με κατάρρευση. Ποιά είναι αυτά τα όπλα (ποσοτική θεωρία του χρήματος, δημοσιονομική πολιτική, έλεγχος και προσδιορισμός ολόκληρης της αλυσίδας των μισθών - κερδών - τιμών - εισοδημάτων, κρατικοποιήσεις κλπ) θα τα δούμε στην πορεία. Αρκεί, εδώ, να πούμε ότι αυτά τα όπλα επέτρεψαν, μέχρι σήμερα, να μην εκδηλώσει τέτοια, δομικού χαρακτήρα, κρισιακά φαινόμενα [οι υφέσεις της οικονομικής δραστηριότητας, δεν έλαβαν ουδέποτε τον χαρακτήρα της κρίσης - αν και παροδικά, άλλες αιτίες, που έχουν να κάνουν με τα ολιγοπώλεια στην ενέργεια (πετρέλαιο) έφεραν το σύστημα, σε δύσκολη θέση, στην οποία, όμως, ανταποκρίθηκε, κάθε φορά - και τώρα - ξεπερνώντας τα όποια προβλήματα, με πολύ μικρές, συγκριτικά, επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία], πέρα από κάποιες περιπτώσεις, σε περιθωριακές οικονομίες τριτοκοσμικών χωρών (θυμάμαι την Αργεντινή το 2000), όπου οι εξελίξεις πήραν την ανεξέλεγκτη μορφή μιάς κρίσης, ανάλογης με αυτήν του 1929, αν και ξεπεράστηκαν, με αλλαγή κυβερνητών και φυσικά, αλλαγή οικονομικής πολιτικής, με την υιοθέτηση των κεϋνσιανών ιδεών.


John Kenneth Galbraith

Ας δούμε τώρα την τελευταία ουσιαστική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, όπως την περιγράφει στο μνημειώδες βιβλίο του , με τον χαρακτηριστικό τίτλο : ''ΤΟ ΧΡΗΜΑ'', ένας από τους διασώστες του, μέλος του κεϋνσιανού επιτελείου του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ο John Kenneth Galbraith - που, πριν λίγα χρόνια, πέθανε πλήρης ημερών -, για να γνωρίζουμε περί τίνος πρόκειται όταν ομιλούμε για δομική κρίση του καπιταλισμού :


''Μετά απ' την ύφεση του 1921 ήρθαν τα οχτώ παχειά χρόνια. Δεν ήταν όμως παχειά για όλους. Οι αγρότες ήταν δυσαρεστημένοι και φώναζαν. Οι εργάτες, που οι συνδικαλιστικές ενώσεις τους είχαν αποτελεσματικά διαλυθεί, στο διάστημα της ύφεσης του 1921, οι μαύροι και οι άλλες μειονότητες, φυσικά οι γυναίκες, όλοι αυτοί είχαν μείνει άφωνοι, και κανείς δεν μπορούσε να πει το μέγεθος της δυσαρέσκειάς τους.

Το βέβαιο είναι πως, κάτω απ' την ευχάριστη πρόσοψη, υπήρχαν λάθη. Οι μισθοί και οι τιμές, απ' το 1922 μέχρι το 1929, είχαν μείνει σχεδόν στο ίδιο επίπεδο. Αφού και ο όγκος παραγωγής και η παραγωγικότητα είχαν ανοδική πορεία (ο όγκος παραγωγής κατά εργάτη στη βιομηχανία στο διάστημα της δεκαετίας του '20 αυξήθηκε περίπου 43 στα εκατό), αυτό σήμαινε πως τα κέρδη μεγάλωναν. Το καθαρό εισόδημα του μέσου όρου από 84 μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, σχεδόν τριπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1922 και το 1929, τα μερίσματα που πλήρωναν διπλασιάστηκαν Ενισχυμένο, με τις διαδοχικές μειώσεις του φόρου εισοδήματος, αυτό σήμαινε πως το μέρος από το εισόδημα που πήγαινε στους πλούσιους για κατανάλωση και επένδυση αυξήθηκε σημαντικά. Αυτό το εισόδημα έπρεπε να καταναλωθεί, ή να επενδυθεί. Αν κάτι εμπόδιζε αυτή την κατανάλωση, ή επένδυση, θα δημιουργούνταν πτώση της ζήτησης - και αναστάτωση.

Και η κατανάλωση και η επένδυση ήταν εύτρωτες. Η κατανάλωση απ' τους πλούσιους μπορούσε να ελαττωθεί, αν τρόμαζαν - όπως, ας πούμε, από μια μεγάλη πτώση στα χρηματιστήριο. Μεγάλο μέρος απ' τις επενδύσεις τους βρίσκονταν σε ξένα δάνεια - σε γερμανικές πόλεις, σε δημοκρατίες της Νότιας Αμερικής. Πολλά μπορούσαν να συμβούν σ' αυτό το είδος των επενδύσεων - επανάσταση, άρνηση αναγνώρισης των χρεών, δυσκολία στο να αποκτήσουν το απαιτούμενο χρυσάφι, ή δολλάρια, για πληρωμή του τόκου, ή του αρχικού δανείου - που να τρομάξουν τους επενδυτές. Μεγάλο μέρος του εσωτερικού δανεισμού κατευθύνονταν προς τις δουλειές που πρόβάλαν οι καινούργιες οικονομικές μεγαλοφυΐες - οι σιδηρόδρομοι του Βαν Σβέρινγκενς, οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας του Σάμιουελ Ίνσουν και του Χάουαρντ Χόμπσον, οι τόσο αλλοπρόσαλλες και σκοτεινές επιχειρήσεις του Ίβαρ Κρούγκερ. Όλα αυτά απαιτούσαν πολύπλοκη, και μερικές φορές ακατανόητη δομή εταιριών χαρτοφυλακίου, στις οποίες, οι επιχειρήσεις που διέθεταν, όχι ιδιαίτερα μεγάλη φερεγγυότητα, έκδιδαν ομολογίες (και προνομιούχες μετοχές), για να αγοράσουν και να ελέγξουν τις μετοχές εκείνων, που ήταν περισσότερο φερέγγυες, με κατεύθυνση τον έλεγχο των εταιριών που ασχολούνται με την παραγωγή και τη διάθεση των προϊόντων. Αυτό εξασφάλιζε τον έλεγχο, με τη χρησιμοποίηση ελάχιστων επενδύσεων. Σήμαινε επίσης πως, αν κάτι προκαλούσε τη διακοπή της ανοδικής ροής των μερισμάτων - από όπου έπρεπε να καλυφτούν τα έξοδα των τόκων των ομολογιών των ανωτέρων επιπέδων - οι ομολογίες θα έπαυαν να είναι αποδοτικές και ολόκληρη η δομή θα κατρακυλούσε στην πτώχευση. Δεν θα γινόταν τότε καμμία άλλη επένδυση χρημάτων απ' έξω. Κι' εκείνοι που θα είχαν χάσει λεφτά μ' αυτό τον τρόπο δεν θα επένδυαν τα χρήματά τους αλλού. Οι προβολές των εταιριών χαρτοφυλακίου μαζί με τις εταιρίες επενδύσεων, αποτέλεσαν το θαύμα της δεκαετίας του '20 και αυτοί που τις δημιούργησαν ήταν οι γίγαντες της εποχής. Και οι προβολές, και οι άνθρωποι που τις ενεργούσαν ήταν, από κάθε άποψη, οι πρόδρομοι των πολυεταιρικών επιχειρήσεων, των λειτουργικών κεφαλαίων, των αναπτυξιακών κεφαλαίων, των κεφαλαίων εξωτερικού και των κτηματικών επενδυτικών πιστώσεων, και οι δημιουργοί τους, ή εκείνοι που τις κατάστρεψαν, επρόκειτο να τιμήσουν, ή να κηλιδώσουν την οικονομική σκηνή των δεκαετιών του '60 και του '70.

Τελικά, ως ένα σημείο σαν αποτέλεσμα των κερδών της περιόδου αυτής, αλλά ουσιαστικά από την φαινομενική μεγαλοφυΐα των μεγάλων δημιουργών της προβολής, δημιουργήθηκε η άνοδος των τιμών στο χρηματιστήριο. Οι μετοχές άρχισαν να ανεβαίνουν το τελευταίο εξάμηνο του 1924 και συνέχισαν να ανεβαίνουν τα 1925. Σημειώθηκε μια μικρή υποχώρηση το 1926. Εκείνον τον χρόνο, δύο τυφώνες και το γεγονός ότι έπαψαν να εμφανίζονται καινούργιοι αγοραστές πράγμα αναγκαίο για τη διατήρηση οποιασδήποτε κερδοσκοπίας, έφερε την καταστροφή της μεγάλης υπερτίμησης των μετοχών γης στην Φλόριντα. Αλλά το 1927, η ανοδική πορεία άρχισε πάλι, και εξακολούθησε να κερδίζει ορμή όλον εκείνο τον χρόνο, όλο το 1928, και μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1929. Στους «Τάϊμς της Νέας Υόρκης», ο μέσος όρος εικοσιπέντε βιομηχανικών μετοχών που ήταν 134 στα τέλος του 1924, και 245 στο τέλος του 1927, έφτασε τα 331 στις αρχές του 1929. Στους τρεις καλοκαιρινούς μήνες εκείνου του χρόνου, αυξήθηκαν από 339 σε 449, ενα κέρδος 32 στα εκατό.

Όπως και πριν, ιδιώτες και οργανισμοί, κυρίως οι εταιρίες επενδύσεων, οι πρόδρομοι των επιχειρήσεων αμοιβαίων κεφαλαίων, αγόραζαν επειδή περίμεναν πως οι τιμές θα ανέβουν. Οι αγορές τους αυτές προκάλεσαν την άνοδο των τιμών, έκαναν τις προσδοκίες τους να πραγματοποιηθούν και έθρεψε καινούργιες κι' ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες και την μεγάλη ζήτηση για αγορες που ήταν τό επακόλουθό τους. Η μεγάλη αυτή ζήτηση, αξίζει να αναφέρουμε και πάλι, θα κρατήσει μέχρι να εξαντληθεί η εμφάνιση νέων αγοραστών που επιβεβαίωναν τις προσδοκίες, ή να συμβεί κάτι που να αντιστρέψει αυτές τίς προσδοκίες. Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, όπως μετά από την πτώση του εξωτερικού δανεισμού, ή την αποτυχία των μεγάλων συγκροτημάτων των εταιριών χαρτοφυλακίου θα μπορούσε να περιμένει κανείς πως οι επενδυτές θα υποχωρούσαν μπροστά στους φόβους τους. Και οι επενδύσεις και οι καταναλωτικές δαπάνες θα μειωνόντουσαν. Χρηματοδοτώντας την πώληση των κακών χρεωγράφων, και τρέφοντας την κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου, το νέο νομισματικό σύστημα έπαιξε έναν πρωτεύοντα ρόλο εκεινα τα χρόνια. Η αγοραπωλησία των χρεωγράφων στη δεκαετία του '20, χρηματοδοτήθηκε απλόχερα από τις εμπορικές τράπεζες και, κατά την περίοδο αυτή, το μεγαλύτερο μέρος τους γινόταν από τα υποκαταστήματα των εμπορικών τραπεζών. Με τον ίδιο τρόπο χρηματοδοτήθηκε και η κερδοσκοπική αγορά χρεωγράφων απο ιδιώτες. Μεγάλο μέρος της, έγινε με κάλυμμα. Μ' άλλα λόγια οι τράπεζες παραχωρούσαν τα κεφάλαια για την αγορά των μετοχών και χρησιμοποιούσαν τις ίδιες αυτές σαν ενέχυρο. Οι εμπορικές τράπεζες που δάνειζαν χρήματα γι' αυτές τις δουλειές, έκαναν με τη σειρά τους, σημαντικά δάνεια από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Έτσι, το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα βοηθούσε τη χρηματοδότηση της μεγάλης αύξησης των τιμών του χρηματιστηρίου. Θα ήταν λάθος να πούμε πως αυτό ήταν η αιτία· οι άνθρωποι δεν κερδοσκοπούν επειδή διαθέτουν το χρήμα, για να κάνουν κάτι τέτοιο. Αλλά το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα καλλιέργησε αυτήν την κερδοσκοπία και δεν την σταμάτησε.

Η τροφοδότηση του φουντώματος της κερδοσκοπίας στο Χρηματιστήριο από το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα, ήταν σύμφωνα με τον καθιερωμένο μύθο, αποτέλεσμα ενός άλλoυ ενδιαφέροντος λάθους. Την 1η Ιουλίου 1927, το «Μαυριτανία» έφτασε στη Νέα Ύόρκη με δύο επιφανείς επιβάτες, τον Μόνταγκιου Νόρμαν, Διοικητη της Τράπεζας της Αγγλίας, και τον Γιάλμαρ Σάχτ, τον διοικητή της Ράϊχσμπανκ. (Δεν ήταν στιγμή γενικών προβλέψεων. Ο Αλέξανδρος Κερένσκυ, που την ημέρα εκείνη ολοκλήρωσε μια επίσκεψη του στην Αμερική, δήλωσε στις εφημερίδες πως η σοβιετική κυβέρνηση βρίσκονταν στα τελευταία της και θα εξαφανίζονταν μέσα σε λίγους μήνες). Η μυστικότητα που κάλυπτε την επίσκεψη ήταν πολύ μεγάλη και κατά κάποιο τρόπο, επιδεικτική. Το όνομα κανενός απ' τους δυο μεγάλους τραπεζίτες, δεν παρουσιάστηκε στον κατάλογο των επιβατών. Κανένας τους, όταν φτάσαν, δεν συναντήθηκε με τους δημοσιογράφους αν και σύμφωνα με τους «Τάϊμς της Νέας Υόρκης», ο Δρ. Σάχτ, βγαίνοντας απ' την τραπεζαρία, την ώρα που το πλοίο προχωρούσε προς τον χωρο του υγειονομικού ελέγχου, «σταμάτησε μόνο για να τους ανακοινώσει πως δεν είχε τίποτα να πει». Ο Σερ Μόνταγκιου ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες χαιρετώντας µε το χέρι του, και ήταν ακόμα λιγότερο ομιλητικός. Στη Νέα Υόρκη συναντήθηκαν με τον Σαρλ Ρύστ, υποδιοικητή της Τράπεζας της Γαλλίας, και όλοι μαζί πήραν μέρος σε σύσκεψη με τον Μπέντζαμιν Στρόνγκ, διοικητή τής Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Ύόρκης. Ήδη οι αμφιβολίες για το ποιός διοικούσε το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα - το Διοικητικό Συμβούλιο στην Ουάσινγκτον, οι απλόχωρα και δημοκρατικά κατανεμημένες Περιφερειακές Τράπεζες, ή η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης - είχαν περιοριστεί σε μία τυπική αντιμαχία ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον. Οι τραπεζίτες του Παλιού Κόσμου, όπως τους αποκαλούσαν οι «Τάϊμς», δεν είχαν καμμία αμφιβολία πως η εξουσία βρίσκονταν στον Διοικητή Στρόνγκ. Στις επόμενες μέρες έγινε έντονη μαντιολογία για τα θέματα που συζητιόντουσαν, που σχεδόν στο σύνολό της ήταν λαθεμένη. Αυτά τα θέματα, ομολογημένα, αφορούσαν δημόσια προβλήματα. Αυτοι που τα συζητουσαν ήταν πραγματικά, έστω και όχι αυστηρα απο νομική αποψη, δημόσιοι λειτουργοί. Πίστευαν όμως πως το κοινό πρέπει να μην έχει καμμια απολύτως γνώση των διαπραγματεύσεων τους. Ως έναν αξιόλογο βαθμό, η πεποίθηση αυτή σε θέματα διεθνους νομισματικής πολιτικής, εξακολουθει να υπάρχει. Το κύριο, ή το οπωσδήποτε πιο σημαντικό, θέμα της συζήτησης ήταν η ιδιαίτερα αδύνατη αποθεματική κατάσταση της Τράπεζας της Αγγλίας. Οι τραπεζίτες πίστευαν πως η αδυναμία αυτή θα μπορούσε να βοηθηθεί αν τό Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα χαμήλωνε τα επιτόκια και ενεθάρρυνε τον δανεισμό. Οι κάτοχοι χρυσού θα επιδίωκαν τότε το μεγαλύτερο κέρδος, με το να κρατούν το μέταλλο στο Λονδίνο. Και, με τον καιρό, υψηλότερες τιμές στις Ηνωμένες Πολιτείες θα διευκόλυναν την ανταγωνιστική θέση της βρετανικής βιομηχανίας και απασχόλησης. Η σκιά του Ουίνστων Τσώρτσιλ εξακολουθούσε να κυριαρχεί. Αν μέρος από το χρυσάφι πήγαινε στο Βερολίνο, που βρισκόταν ακόμα κάτω απ' την επίδραση του μεγάλου πληθωρισμού, ή στην Γαλλία, που προσπαθούσε να επιβάλλει την σταθεροποίηση των σχεδίων του Πουανκαρέ, θα ήταν επίσης για όφελός τους. Το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα τους έκανε τη χάρη. Αμέσως μετά τη σύσκεψη το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο κατέβηκε από 4 σε 3,5 στα εκατό. τα αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών ξαναγέμισαν τους επόμενους μήνες από την κίνηση της ανοικτής αγοράς - με την αγορά από τις Ομοσπονδιακές Τράπεζες κρατικών χρεωγράφων αξίας 340 εκατομμυρίων δολλαρίων. Αυτό, σύμφωνα με την κοινή άποψη (που κυριαρχούσε ακόμα σε μεγάλο βαθμό) ήταν το λάθος που οδήγησε στην μεγάλη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Την στιγμή που υπήρχε ανάγκη περιορισμών, οι ξένοι έπεισαν τις αμερικανικές αρχές να δώσουν μεγαλύτερες ελευθερίες για δικό τους όφελος και σε βάρος των Αμερικανών. Ο Άντολφ Μίλερ, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που είχε αποδοκιμάσει αυτή την πράξη, την χαρακτήρισε αργότερα σαν «το μεγαλύτερο και πιό τολμηρό έργο που έχει αναλάβει ποτέ το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα, και που κατάληξε σε ένα από τα πιό δαπανηρά λάθη που έκανε αυτό, ή οποιοδήποτε άλλο τραπεζικό σύστημα τα τελευταία 75 χρόνια» Ο καθηγητής Λάϊονελ Ρόμπινς, της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου, ένας διάσημος ερευνητής αυτών των γεγονότων, είπε αργότερα.: «Απ' αυτή την μέρα κι' έπειτα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η κατάσταση ξέφυγε πια από κάθε έλεγχο» Στο πάνθεον των αμερικανών οικονομολόγων, μαζί με τον Χάμιλτον, τον Μπιντλ, τον Τζέϋ Κούκ, και τον Σάλμον Τσαίης, μια περισσότερο από μηδαμινή θέση εχει κρατηθεί για τον Μπέντζαμιν Στρόνγκ. Πίστευαν πως περισσότερο απ' οποιονδήποτε άλλον Αμερικανό της εποχής του, ο Στρόνγκ ήταν ικανός να αντιμετωπίσει τους επιτηδευμένους οικονομικούς παράγοντες του Παλιού Κόσμου, με τα ιδια τους τα όπλα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πως η συναλλαγή με την οποία συνδέεται κυρίως τ' όνομά του ειναι η παραχώρηση εκείνη των προνομίων στον Μόνταγκιου Νόρμαν και τον Γιάλμαρ Σάχτ. Τέτοιες ειναι οι πηγες της φήμης. Και δεν είναι αυτό χαρακτηριστικό των οικονομικών παραγόντων μονάχα. Αν δεν υπήρχε το σκάνδαλο του Γουώτεργκαιητ το όνομα του Χ.Ρ. Χάλντεμαν και του Τζων Ντην, δεν θα έμπαινε ποτέ στα βιβλία της ιστορίας. Ούτε και του Γκόρντον Λίντυ. Ο Τζων Μίτσελ θα ήταν μια πολύ μικρή υποσημείωση. Και ο Τζων Φόστερ Ντάλλες, και ο Ντην Ράσκ, έγιναν διάσημοι από τη μεγαλοπρέπεια των λαθών τους στην εξωτερική πολιτική. Κανένας δεν θα είχε ακούσει για τόν Ουϊλλιαμ Γουέστμορλαντ, αν δεν είχε συσχετισθεί με τον χειρότερα διοικημένο πόλεμο από το 1812. Αν όλα τα άλλα δεν έχουν πετύχει, πάντοτε μπορεί κανείς με αρκετά λάθη να εξασφαλίσει την αθανασία.Στην πραγματικότητα, υπήρχε κάποια σχετική λογική από τη μεριά του Διοικητή Στρόνγκ - αυτοί που διατυμπανίζουν το ιστορικό του λάθος, έχουν υπεραπλοποιήσει τα πράγματα. Οι περιστάσεις έχουν και πάλι πολλά να μας διδάξουν. Μπροστά στις τότε νομισματικές ανωμαλίες οι δυσκολίες της Γερμανίας, της Γαλλίας, και της Βρετανίας, δεν ήταν παράξενο το ότι, στην αρχή της δεκαετίας του '20, πολλοί απ' αυτούς που είχαν στην κατοχή τους χρυσάφι γύρεψαν καταφύγιο για τους θησαυρούς τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα αποθέματα, που στο τέλος του 1918 είχαν φτάσει στο φανταστικό ποσόν των 2,9 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, έγιναν 4,2 δισεκατομμύρια στο τέλος του 1926, ακριβώς πριν απ' την άφιξη των προσκυνητών του «Μαυριτάνια». Μόλις έφτανε το χρυσάφι, καταθέτονταν σε εμπορικές τράπεζες, όπου, αν επιτρέπονταν, θα μπορούσε να στηρίξει μια μεγάλη αύξηση στα δάνεια, τα χαρτονομίσματα και τις καταθέσεις (πάντοτε με την προϋπόθεση πως υπήρχαν άνθρωποι και εταιρίες που γύρευαν δάνεια) με σημαντικά πληθωριστικά αποτελέσματα. Αυτά τα αποτελέσματα, το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα τα πρόλαβε στην δεκαετία του '20 με την πολιτική της ανοιχτής αγοράς - πουλώντας τα κρατικά χρεώγραφα που είχε αποκτήσει στη διάρκεια του πολέμου για χρυσάφι, και μεταφέροντας έτσι το χρυσάφι από τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών, απ' όπου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν αποθεματικό για δάνεια και καταθέσεις, στα δικά της θησαυροφυλάκια. (Τον Μάρτη του 1923 ίδρυσε την Ομοσπονδιακή Επιτροπή για τις Επενδύσεις της Ανοιχτής Αγοράς, τους πολίτες με την μοναδική δύναμη τους οποίους αναφέρει ο καθηγητής Σάμουελσον, για να συντονίσουν αυτές τις ενέργειες). Απ' τη στιγμή που το χρυσάφι είχε ασφαλιστεί στην κατοχή του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος δεν συσχετίζονταν πια αναγκαστικά µε τον δανεισμό και τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών και συνεπώς με την προσφορά του χρήματος. Το Ομοσπονδιακό Τραπεζικο Σύστημα κράτησε την ποσότητα των δανείων που έκανε στις τράπεζες αρκετά πιο κάτω απ' ό,τι θα είχαν επιτρέψει τα αποθέματά της σε χρυσό. Το ποσόν που δάνειζε εξαρτιόταν απ' το επιτόκιο που χρέωνε στις τράπεζες και, σε κάποιο βαθμό, από το αν, ή όχι, ενθάρρυνε τον τραπεζικό δανεισμό. Ο δανεισμός αυτός, ήταν που επιδρούσε, με τη σειρά του, στα αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών, και στην ικανότητά τους να δανείζουν. Έτσι, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες εφάρμοζαν τον χρυσό κανόνα, το απόθεμα του χρυσού δεν έπαιζε μεγάλο ρόλο. Τώρα, σε καιρό ειρήνης, όπως και πριν, στο διάστημα του πολέμου, η χώρα είχε ελεγχόμενο νόμισμα. Αφού η ποσότητα του εισαγόμενου χρυσού δεν επιδρούσε πια αναγκαστικά στα αμερικάνικά δάνεια, καταθέσεις, τιμές ή επιτόκια - που τώρα καθορίζονταν από το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα - οι κλασικές δυνάμεις που ανακατανέμαν το χρυσάφι σύμφωνα με τόν χρυσό κανόνα, δεν λειτουργούσαν πια. Όταν εφτανε το χρυσάφι δεν σημειώνονταν αναγκαστικά πτώση στα επιτόκια, δεν γινόταν καμμία αύξηση στις τιμές δεν παρουσιάζονταν γενικα τίποτα, που να ελέγχει την είσοδο του χρυσού και να ενθαρρύνει μία καινούργια εξοδο, όπως θα απαιτούσε η εφαρμογή του κλασσικού χρυσού κανόνα. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει την άποψη πως ο Διοικητής Στρόνγκ, που αναμφίβολα ήταν με το μέρος του χρυσού, με το να υποχωρήσει στον Σάχτ, τον Νόρμαν, και τον Ρίστ, έκανε μόνο αυτό που υποτίθεται πως θα έκανε ο χρυσός κανόνας αυτόματα. Μπορεί να είδε τα πράγματα απ' αυτήν την άποψη, αν και τέτοια διορατικότητα είναι πιό πιθανόν να παρουσιαστεί μετά απ' τα γεγονότα. Ούτε είναι απόλυτα βέβαιο πως μία αυστηρότερη πολιτική το 1927 και μετά θα ειχε σταματήσει την κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου. Άλλα πράγματα μπορεί να είχαν σταματήσει προηγουμένως. Οι τράπεζες, όπως δάνειζαν για κερδοσκοπία, δάνειζαν και για να καλύψουν συνηθισμένες εμπορικές, βιομηχανικές και αγροτικές ανάγκες.

Στην δεκαετία του '20 η αύξηση του συνολικού δανεισμού απ' τις εμπορικές τράπεζες, εκτός από αυτόν που είχε σχέση με τα ακίνητα, ήταν σχετικά. μικρή - από 23 δισεκατομμύρια δολλάρια, τό πρώτο εξάμηνο του 1921, σε 30 δισεκατομμύρια στο πρωτο εξάμηνο του 1929. (Τα δάνεια για ακίνητα, όπου σημειώθηκε αρκετή κερδοσκοπία, αυξήθηκαν με έναν πολύ μεγαλύτερο ρυθμό). Αλλά, μέσα σ' αυτό το συνολικό ποσό δανεισμού, που μόλις αναφέραμε, τα δάνεια στους μεσίτες του χρηματιστηρίου για να διατηρούν χρεώγραφα με κάλυμμα, για κερδοσκοπία δηλαδή, αυξήθηκαν τρομακτικά από 810 εκατομμύρια δολλάρια στο τέλος του 1921, σε 2,5 δισεκατομμύρια στις αρχές του 1929, ενώ παράλληλα ένα ανάλογο ποσό πρόσφεραν επιχειρήσεις και άλλοι μη τραπεζικοι δανειστές. Σημειώθηκε μια ακόμα μεγάλη αυξηση το 1929 - στους καλοκαιρινους μήνες, 400 περίπου εκατομμύρια δολλάρια τον μήνα. Το επιτόκιο για δάνεια προς μεσίτες του χρηματιστηρίου, για τα οποία δεν ηταν ανάγκη, εκείνη την εποχή, να γίνει καμμια αντισταθμιστική κράτηση για αυξανόμενες τιμές, ήταν θαυμάσιο. Κλιμακώνονταν από 6 ως 12 στα εκατό, και μερικές φορές ακόμα περισσότερο. Hταν ενα 12 στα εκατό μέ σχεδόν απόλυτη ασφάλεια, και το κεφάλαιο του δανείου ήταν διαθέσιμο για επιστροφή τη στιγμή που θα ζητιόταν. Δώδεκα στα εκατό ειναι δώδεκα στα εκατό. Αν συνεπώς το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ειχε περιορίσει τα επιτόκια και τόν δανεισμό του, οι τράπεζες, εκτός αν διαθέταν μια εκπληκτική ανοσία στο 12 στα εκατό, θα είχαν μειώσει τις χορηγήσεις τους προς τους πολύ λιγότερο επικερδείς, τους πολύ λιγότερο ασφαλείς, και πολυ πιό ενοχλητικούς δανειζόμενους για κοινές εμπορικές, οικιστικές, βιομηχανικές, ή αγροτικές ανάγκες. Αυτά ήσαν τα δάνεια που θα είχαν περιοριστεί. Ο φόβος πως αυτό θα γίνονταν στην πραγματικότητα, δυσαρέστησε πολύ τα πνευματικά ευαίσθητα μέλη του Διοικητικου Συμβουλίου στην Ουάσιγκτον. Ένα μικρότερο μέρος των πιστώσεων για το χρηματιστήριο προέρχονταν επίσης κατ' ευθείαν απ' τις τράπεζες. Οι επιχειρήσεις προσελκύονταν όλο και περισσότερο από τα μεγάλα επιτόκια των άμεσα ανακλητών δανείων Η άλλη λύση να προειδοποιήσουν, και πιθανόν να αποκλείσουν αυτες ειδικα τις τράπεζες που δανείζονταν από τό Ομοσπονδιακό Τραπεζικο Σύστημα για να προσφέρουν δάνεια στο χρηματιστήριο. Δυστυχώς, γι' αυτή τη λύση, οι χειρότεροι ένοχοι ηταν οι μεγαλύτερες τράπεζες της Νέας Υόρκης. Και οι μεγάλες τράπεζες της Νέας Υόρκης, με τη σειρά τους, βρίσκονταν σε πολυ στενή σχέση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης. Η Νάσιοναλ Σίτυ Μπάνκ, μαζί με την Τσαίης Νάσιοναλ, που ήταν μία από τις δύο μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες της Νέας Υόρκης, ήταν τότε κάτω απ' την διοίκηση κάποιου Τσαρλς Μίτσελ, ενός ανθρώπου γεμάτου ενθουσιασμό, και, όπως απόδειξαν κατοπινά γεγονότα, εξαιρετικά αναίσθητου, που ο ιδιος είχε μεγάλα συμφέροντα στο χρηματιστήριο. Αν η περίοδος των μεγάλων τιμών γκρεμίζονταν, το ίδιο θα πάθαινε κι' ο Μίτσελ, κι' αυτή ήταν μία σχέση που είχε την ικανότητα ο ίδιος να την βλέπει. Στις αρχές του 1929, ο Μίτσελ, σαν να μην υπήρχε άλλος άνθρωπος, γι' αυτη την δουλειά, έγινε διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης. Τον Φλεβάρη του 1929, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συστήματος στην Ουάσιγκτον, παρ' όλες τις αντιρρήσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης, έκανε μία προειδοποίηση ενάντια στη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων των Ομοσπονδιακών Τραπεζών για τη χρηματοδότηση της κερδοσκοπίας. Ήταν μια προειδοποίηση που δεν απευθύνονταν καθόλου στον αέρα: «Ένα μέλος (εμπορική τράπεζα) δεν εχει το λογικό δικαίωμα να απαιτήσει τη χρησιμοποίηση των διευκολύνσεων του αναπροεξοφλητικου επιτοκίου στην ομοσπονδιακή του τράπεζα, όταν δανείζεται με το σκοπό να κάνει κερδοσκοπικά δάνεια, ή με τον σκοπό να διατηρήσει κερδοσκοπικά δάνεια» Αμέσως μετά, πρόσθεσε πώς το τι κάνουν οι τράπεζες με τα δικά τους, των καταθετών τους δηλαδή, χρήματα, ήταν δική τους δουλειά. Αυτό ήταν μια ταπεινωτική παραίτηση απο τη βασική υπευθυνότητα της κεντρικής τράπεζας, που ειναι να κρατάει όλο τον τραπεζικό δανεισμό κάτω από εποπτεία και, αν υπάρχει ανάγκη, κάτω από έλεγχο. Μπρός σ' αυτη την προειδοποίηση το χρηματιστήριο συγκλονίστηκε, αλλά σε λίγο συνήλθε. Το Διοικητικό Συμβούλιο άρχισε ύστερα να μελετάει, αν θα προχωρούσε, ή όχι, σε άλλες ενέργειες. Τον Μάρτη κυκλοφόρησε η φήμη πως γινόντουσαν συσκέψεις στο αρχηγείο του Συστήματος στην Ουάσιγκτον, και πως ειχε γίνει συνεδρίαση, κάτι το πρωτοφανές, ακόμα και κάποιο Σάββατο. Τρόμαξαν τώρα οι τράπεζες και άρχισαν να περιορίζουν τα δάνειά τους στο χρηματιστήριο. Στις 26 του Μάρτη, το επιτόκιο εξαγοράς, το επιτόκιο δηλαδή με το όποιο παρέχονταν πίστωση για την αγορα χρεωγράφων, έφτασε τα 20 στα εκατό. Η αγορά κατακλύστηκε από τον τεράστιο ογκο συναλλαγών. Τότε μπήκε στη μέση ο Μίτσελ. Ανακοίνωσε πως ένοιωσε την υποχρέωση «που ήταν μόνιμη για οποιαδήποτε προειδοποίηση του Ομοσπονδιακού Τραπεζικου Συστήματος, να αποτρέψει κάθε επικίνδυνη κρίση στη χρηματική αγορά» Προχωρώντας σε ανάλογες με τα λόγια του ενέργειες, η Νάσιοναλ Σίτυ Μπανκ διάθεσε την επόμενη μέρα 25 εκατομμύρια δολλάρια σε δάνεια προς μεσίτες του χρηματιστηρίου, που ήταν να δοθούν σε μερίδια τών 5 εκατομμυρίων για κάθε μονάδα που το εξαγοραστικό επιτόκιο ξεπερνουσε τα 16 στα εκατό. Τό χρηματιστήριο ανάπνευσε αμέσως. Ο Μίτσελ, αν και δεν ξέφυγε απ' την κριτική, εξακολούθησε να ειναι διοικητής χωρίς, απ' ότι ξέρουμε, να τιμωρηθεί. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συστήματος δεν έκανε αλλη προσπάθεια να επιβάλλει περιορισμούς.

Κάτι απ' όλη τη θλιβερή εικόνα θα πρέπει να αποδώσουμε, όχι σε προμελετημένο σχέδιο, αλλά σε ανικανότητα. Η αμερικάνικη αντίληψη πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει κεντρικοτραπεζίτης, αρκεί να τον διορίσουν σ' αυτήν τη θέση, εχει αρκετα υπογραμμιστεί και λειτουργούσε, στον υπέρτατο βαθμό, κατά την δεκαετία 1920-30. Ο Χέρμπερτ Χούβερ, που χαρακτήρισε τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκείνης της έποχης μετριότητες, δεν είχε να πει τίποτα πιο ευχάριστο για τον Στρόνγκ. Τον ονόμασε πνευματικό παράρτημα της Ευρώπης.
Το 1927 όμως, τα πράγματα κάπως βελτιώθηκαν. Ο Ρόϋ Γιάνγκ, ενας κάπως πιο ικανός άνθρωπος, ειχε αντικαταστήσει τον Ντάνιελ Κρίσσινγκερ, τον δικηγόρο των ατμοκίνητων φτυαριών. Ο Γιάνγκ, προσπάθησε να περιορίσει τον τραπεζικό δανεισμό που κατευθύνονταν για κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο. Κατά την διάρκεια όμως του 1929 εγκατέλειψε ουσιαστικά τις προσπάθειές του. Όπως ειπε αργότερα, έβγαλε το συμπέρασμα πως η «υστερία», αν και μπορεί να περιορίζονταν λιγάκι, θα κρατούσε όσο ήταν φυσικό.

Υπήρχε, εντούτοις, ενας ακόμα λόγος για τον όποιο δεν ήθελαν να αναμιχτούν στη φυσική πορεία των πραγμάτων, που ούτε ο Γιάνγκ, ούτε κανένας άλλος δεν εχει αναφέρει. Κι' αυτός, γι' άλλη μια φορά, σχετίζονταν με απόδοση ευθύνης. Αν το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ενεργούσε δυναμικά, για να περιορίσει τον κερδοσκοπικό δανεισμό, δεν θα ήταν υπεύθυνο, μόνο για το σταμάτημα του φουντώματος της κερδοσκοπίας στο χρηματιστήριο, αλλά και για τα αποτελέσματά του. Αυτά, θα περιλάμβαναν το να χαθούν εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια από εκατοντάδες χιλιάδες κερδοσκόπους, που πολλοί τους πίστευαν πως ήσαν σοφοί, συνετοί καί άξιοι επενδυτές. Eίναι φανερό πως αυτό θα σήμαινε καί τον οικονομικό μαρασμό. Ποιός θα ήθελε να υποστεί την οργή, που θα ακολουθούσε; Ποιός θα ήθελε να τον κατηγορούν για κάτι τέτοιο, σ' ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του και να τον περιφρονούν;

Στην αρχή του καλοκαιριού του 1929, ο Πωλ Γουάρμπεργκ, που εκτός απο αρχιτέκτονας του Συστήματος κι' από τους πρώτους του διοικητές ήταν κι' ένα απο τα διασημότερα πρόσωπα της οικονομικής κοινότητας, προειδοποίησε για το όργιο της «ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας». Σ' ένα προγνωστικό σχόλιό του, άφησε να υπονοηθεί πως, αν συνεχίζονταν, θα «προκαλούσε ενα γενικό μαρασμό σ' ολόκληρη τη χώρα». Ζήτησε από το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα να προχωρήσει σε πιό δυναμικές ενέργειες. Η αντίδραση ήταν άγρια. Οι πιό φιλικοί απ' τους σχολιαστές υποστήριξαν πως ο Γουάρμπεργκ δεν είχε αντιληφθεί τό πνεύμα της εποχής. Άλλοι, πιό ειλικρινείς τον κατηγόρησαν για σαμποτάζ - ότι «προσπαθούσε να λυγίσει την αμερικάνική ευημερία». Έγιναν υπαινιγμοί πως μπορεί να είχε χάσει στο χρηματιστήριο. Ο Γουάρμπεργκ είπε έπειτα από καιρό σε φίλους του, πως αυτή υπήρξε η πιό δύσκολη εμπειρία της ζωης του. Πόσο καλύτερο ήταν, κατά την άποψη του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος, να αφήσουν τα πράγματα στη φυσική τους πορεία, και έτσι να επιτρέψουν στην φύση να πάρει όλη την ευθύνη.

Αργά, τον Οχτώβρη εκείνον, ήλθε το τέλος. Την Πέμπτη, 24 του Οχτώβρη, μετά από μια σειρά άσχημων ημερών, πίστεψαν πως το χρηματιστήριο έχασε κάθε στήριγμα στο κατρακύλισμα. Αυτό συνέβηκε την ερχόμενη Τρίτη. Τις επόμενες μέρες ο πανικός κάπως υποχώρησε αλλά οι τιμές στο Χρηματιστήριο εξακολούθησαν να πέφτουν. Σημειώθηκε μια σύντομη ανάρρωση την άνοιξη του 1930 και μετά συνεχίστηκε η πτώση.

Στις 8 Ιουλίου του 1932 ο μέσος όρος των βιομηχανικών χρεωγράφων στους «Τάϊμς» ήταν 58, λίγο περισσότερο από τό ένα όγδοο του επιπέδου που βρίσκονταν πριν από τρία χρόνια. Ήδη σχεδόν όλες οι άλλες αξίες είχαν κι' αυτές φτάσει στο χαμηλότερο σημείο. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν - η συνολική παραγωγή του οικονομικού συστήματος - είχε πέσει περισσότερο από ένα τέταρτo απ' το επίπεδο του 1929, υπολογισμένο με τις τιμές εκείνου του χρόνου, και σχεδόν στο μισό σε αξία. Το 1929, στη διάρκεια ολόκληρης της χρονιάς, ο μέσος όρος της ανεργίας ήταν - οι υπολογισμοί έγιναν μετά τα γεγονότα και δεν είναι τέλειοι - 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι, ή 3,2 στα εκατό της εργατικής δύναμης. Το 1932 ο μέσος όρος ήταν 12,1 εκατομμύρια, σχεδόν το ένα τέταρτο της εργατικής δύναμης, δηλαδή. Τον επόμενο χρόνο ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Δεν υπήρχε κανένα επίδομα ανεργίας. Η παροχή οικονομικής βοήθειας για τους άπορους, σύμφωνα με ένα σοβαρό συνταγματικό αξίωμα που αναφέρονταν πολύ απ' τους πλούσιους, πίστευαν πως ήταν ευθύνη των τοπικών αρχών. Όλες οι τιμές είχαν πέσει περίπου ένα τρίτο από το επίπεδο του 1929, αλλά οι αγροτικές τιμές είχαν σημειώσει μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική πτώση. Το 1929, οι χοντρικές τιμές των μη αγροτικών προϊόντων ήταν, κατά μέσον όρο, 92 στα εκατό του επιπέδου του 1926 (1926 = 100). Το 1932 είχαν πέσει στο 70, μια πτώση περίπου κατά το ένα τέταρτο. Οι χοντρικές τιμές των αγροτικών προϊόντων ήταν 105 το 1929. Το 1932, κατά μέσον όρο, ήταν 48 στα εκατό συγκριτικά με το επίπεδο του 1926, μια πτώση παραπάνω από το μισό σε τρία χρόνια. Για μια φορά ακόμα, για αυτόν που θέλει να ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα, πρέπει να υπογραμμίσουμε τις διαφορετικές δυνάμεις που επιδρούσαν σε διαφορετικά τμήματα της οικονομίας. Όλo το υπόλοιπο της δεκαετίας η παραγωγή συνέχισε να είναι χαμηλή, οι τιμες πεσμένες και η ανεργία μεγάλη. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν δεν έφτασε το επίπεδο του 1929 πριν από το 1937, και η ανεργία, όπως την υπολόγιζαν τότε, δεν έπεσε κάτω από το 10 στα έκατό της εργατικής δύναμης πριν από τό 1941. Ο μαρασμός του 1920-21 ήταν έντονος αλλά σύντομος. Ο μαρασμός της δεκαετίας 1930-40 ήταν έντονος, και πολυ-πολύ μεγάλης διάρκειας.

Υπάρχει η αντίληψη, εξαιτίας της επίδρασης που είχε στις ανησυχίες των ανθρώπων και στη συμπεριφορά τους συνεπώς, πως ο Μεγάλος Οικονομικός Μαρασμός είναι το πιο σημαντικό γεγονός του αιώνα, τουλάχιστον για τους Αμερικάνους. Κανένας από τους δύο πολέμους δεν άσκησε παρόμοια επίδραση σε τόσο πολλούς. Η ανακάλυψη της ατομικής ενέργειας, αν και μπορεί να παρακίνησε για μερικά πρόσθετα προφυλακτικά μέτρα τους παθολογικά πολεμοχαρείς, είχε ακόμα λιγότερη σημασία. Τα ταξίδια στο φεγγάρι ήταν συγκριτικά μια λεπτομέρεια. Πολύ λίγοι απ' αυτούς που έζησαν στη διάρκεια του Μεγάλου Οικονομικού Μαρασμού έμειναν αναλλοίωτοι από αυτήν την εμπειρία. Αντίθετα απ' ότι έγινε με τους πολέμους, πολύ λίγη προσοχή δόθηκε στους παράγοντες που μετατρέψαν τις άβολες και ανησυχαστικές κρίσεις του προηγούμενου αιώνα σ' αυτή την τόσο βαθειά και πολύχρονη τραγωδία.

Για τους Μαρξιστές ήταν μια άλλη ακόμη εκδήλωση των μοιραίων τάσεων του καπιταλισμού. Ήταν χειρότερη απ' τις προηγούμενες, γιατί η κρίση του καπιταλισμού επρόκειτο να χειροτερεύει μέχρι την τελική αποκαλυπτική καταστροφή.Για τους ορθόδοξους μελετητές εκείνης της εποχής, ήταν μια άλλη στροφή προς τα κάτω του οικονομικού κύκλου, που πολύ πιθανόν να παρατείνονταν από τις παραπλανημένες προσπάθειες των κυβερνήσεων να την σταματήσουν. Δεν έχουν υπολογίσει, τις περισσότερες φορές, σαν αποφασιστικούς παράγοντες, ούτε την καταστροφή στο χρηματιστήριο, ούτε την προηγούμενη κερδοσκοπία. Το χρηματιστήριο το θεωρούσαν μια απάντηση σε βαθύτερες, και πολύ πιο ουσιαστικές δυνάμεις, και δεν ήταν από μόνο του μια σημαντική αιτία αλλαγής. «Η ευημερία άρχισε να υποχωρεί στην αρχή του 1929, αν και ο λαός δεν άρχισε να το διαπιστώνει παρά μόνο μετά από την εντυπωσιακή καταστροφή στο χρηματιστήριο τον Οχτώβρη». Ήταν κάπως επιφανειακό να εξηγεί κανείς κάτι τόσο τρομακτικό όπως ο Μεγάλος Οικονομικός Μαρασμός, με κάτι τόσο επουσιώδες όπως η κερδοσκοπία των κοινών μετοχών.
Ίσως, ακόμη να ενεργούσε κάποιο προστατευτικό ένστικτο. Το χρηματιστήριο, σύμφωνα με τη συνηθισμένη αντίληψη των ενάρετων ανθρώπων, είναι ηθικά διεφθαρμένο. Γιατί λοιπόν να δώσει κανείς στους εχθρούς της Γουωλ Στρητ παραπάνω πολεμοφόδια από όσα ήδη έχουν; Γιατί να κάνει την κερδοσκοπία σημαντική και από κοινωνική άποψη;

Η κερδοσκοπία στο τέλος της δεκαετίας 1920 - 30, και η καταστροφή στο χρηματιστήριο ήσαν σημαντικά θέματα. Όπως παρατηρήσαμε νωρίτερα, η ευημερία της δεκαετίας 1920-30 είχε σαφή κλίση προς τη μεριά των κερδών των επιχειρήσεων και των εισοδημάτων των πλουσίων. Η εξακολούθηση συνεπώς, της ευημερίας στηρίζονταν στην συνέχιση των μεγάλων επενδυτικών δαπανών από τις επιχειρήσεις και στην συνέχιση των μεγάλων καταναλωτικών δαπανών από τους πλούσιους. Η καταστροφή στο χρηματιστήριο χτύπησε θανάσιμα και τις δύο. Καθώς η αξία των μετοχών έπεφτε με ορμή, η σύνεση σ' όλες τις επενδυτικές αποφάσεις ανέβαινε με αντίστροφο ρυθμό. Γερές επιχειρήσεις άρχισαν να ξαναμελετούν τις επενδυτικές τους υποχρεώσεις. Οι φτηνοφτιαγμένες επιχειρήσεις του Χόπσον, του Κρούγκερ, του Βαν Σβέρινγκενς, του Ίνσουλ και του Φόρσεϋ αναγκάστηκαν να περιορίσουν τα έξοδά τους, γιατί σύντομα οι δημιουργοί τους θα βρίσκονταν χωρίς μετρητά, για να πληρώσουν τα επιτόκια του τεράστιου αριθμού ομολογιών, με τις όποιες είχαν δημιουργήσει τις χάρτινες πυραμίδες τους. Ξαφνικά οι τράπεζες άρχισαν να παίρνουν προφυλάξεις. Οι δανειζόμενοι είχαν παγιδευτεί στο χρηματιστήριο. Σε λίγο μπορεί να τρόμαζαν οι καταθέτες. Καλύτερα να μην διαθέτουν πολλά μετρητά. Και οι ιδιωτικοί επενδυτές που είχαν ήδη κάψει άσχημα τα δάχτυλά τους, πρόσφεραν φτωχές προοπτικές για νέες εκδόσεις χρεωγράφων.Ο μαρασμός στις καταναλωτικές δαπάνες ήταν εξ' ίσου σοβαρός. Αυτοί που μέχρι τον Οχτώβρη ξόδευαν τα κεφαλαιουχικά τους κέρδη, δεν τα είχαν πια. Αρκετοί που δεν είχαν επηρεαστεί άμεσα, το θεώρησαν φρόνιμο να συμπεριφέρονται σαν να είχαν επηρεαστεί. Στις βδομάδες πριν απ' την καταιγίδα του Οχτώβρη δεν έγιναν πολλά πράγματα στον εμπορικό κόσμο. Στις κατοπινές βδoμάδες η υποχώρηση ήταν καταστροφική. Πρόσφατα, ο Τσαρλς Κίντλμπέργκερ, ένας οικονομολόγος και ιστορικός, που διαθέτει χρήσιμη αντίσταση στις κοινοτοπίες, ερεύνησε πάλι τα αποδειχτικά στοιχεία. Αυτό είναι το συγκρατημένο συμπέρασμά του: «Μπροστά στο γεγονός της απότομης καταστροφής των εμπορικών επιχειρήσεων, των καταναλωτικών τιμών και των εισαγωγών, στο τέλος του 1929, είναι δύσκολο να υποστηρίζει κανείς πως το χρηματιστήριο ήταν ένα επιφανειακό φαινόμενο ... » Η καταστροφή στο χρηματιστήριο δεν ήταν μια μικρή υπόθεση. Η οικονομία ήταν εύτρωτη στό χτύπημα της καταστροφής και μπροστά σ' αυτή την αδυναμία το χτύπημα ήταν κάτι πολύ σημαντικό.
Απ' την στιγμή που η καταστροφή που ακολούθησε το γκρέμισμα στο χρηματιστήριο μπήκε στην πλήρη της εξέλιξη, η νομισματική ιστορία της προηγούμενης δεκαετίας επαναλήφτηκε με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, σαν ένα είδωλο στον καθρέφτη. Είναι πιθανόν πως εκείνη την εποχή το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα δεν θα μπορούσε πια να είχε σταματήσει τον αντιπληθωρισμό και τον μαρασμό, όπως, πριν απ' την καταστροφή, δεν θα μπορούσε με ασφάλεια να είχε σταματήσει την κερδοσκοπία. Αλλά, όπως και στο διάστημα του φουντώματος της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας ό,τι έκανε χειροτέρεψε τα πράγματα. Όπως από το 1919 μέχρι το 1921, ή νομισματική διευθέτηση μεγάλωσε την υπερτίμηση κι' έκανε πιο έντονη την πτώση. Στους μήνες μετά απ' την καταστροφή, οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες χαμήλωσαν τα επιτόκιά τους. Το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης (όπως σημειώσαμε είναι το επιτόκιο που χρέωνε στις τράπεζες - μέλη για δάνεια), που πριν από την καταστροφή ήταν 6 στα εκατό, μειώθηκε με σταδιακές ελαττώσεις κατά 0,5 στα εκατό, ως το 1,5 στα εκατό το 1931. Αυτός, δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς, ήταν ένας αριθμός καθόλου τοκογλυφικός. Οι σταδιακές φάσεις προς τα κάτω όμως απείχαν πολύ η μια απ' την άλλη και μπορούν να χαρακτηριστούν σαν μια πολύ αργή αντίδραση στις τρομακτικές κάμψεις της παραγωγής, της εργατικής απασχόλησης και των τιμών που σημειώνονταν τώρα. Και οι άλλες Ομοσπονδιακές Τράπεζες, εκμεταλλευόμενες τη θαυμαστή τους αυτονομία, είχαν μείνει πολύ πιο πίσω. Το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν ενθαρρύνονταν οι αγορές χρεωγράφων σύμφωνα με την πολιτική της ανοιχτής αγοράς, αλλά αντίθετα αποφεύγονταν. Όλο και περισσότερο, εκείνα τα χρόνια, οι καταθέτες μόνοι τους, ή σε μεγάλες ομάδες παρουσιάζονταν στις τράπεζες, ζητώντας μετρητά. Η φυσική πορεία για το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα ήταν να αγοράσει κρατικά χρεώγραφα, και να πλημμυρίσει τις τράπεζες με κεφάλαια που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μ' αυτά. Αυτά μπορούσαν οι τράπεζες να τα δανείσουν, αν υπήρχε ζήτηση αλλά οπωσδήποτε θα βρίσκονταν εκεί όταν, όπως συνέβηκε αργά, ή γρήγορα, στις περισσότερες σχηματίζονταν οι φοβερές ουρές και άρχιζε η μεγάλη ανάληψη. Μόνον όμως από το 1932 άρχισαν οι Ομοσπονδιακές Τράπεζες να χρησιμοποιούν την πολιτική της ανοιχτής αγοράς σε κάποιο σημαντικό βαθμό.

Ο λόγος που καθυστέρησαν να το αντιληφθούν - όλοι οι ειδικοί συμφωνούν πως ήταν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον λάθος - είναι κάτι για το οποίο ο αναγνώστης πρέπει να έχει απολύτως προετοιμαστεί. Στην δημιουργία της νομισματικής πολιτικής, έχουμε δει τους υπεύθυνους, να αντιδρούν με μια υπερβολική πίστη όχι στην τρέχουσα αλλά στην πιο πρόσφατη, προηγούμενη έντονη εμπειρία. Στη δεκαετία του 1930-40, η ζωντανή πρόσφατη εμπειρία των οικονομολόγων, των οικονομικών εμπειρογνωμόνων, των τραπεζιτών και των πολιτικών είχε δημιουργηθεί από τον πληθωρισμό. Δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν, στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, οι τιμές είχαν διπλασιαστεί. Η αντίδραση ήταν πολύ εχθρική. Και μόνο μια δεκαετία νωρίτερα, στη Γερμανία και την ανατολική Ευρώπη, οι τιμές είχαν αφηνιάσει, το χρήμα είχε χάσει την αξία του. Στις δεκαετίες του '20 και του '30, επίσης, σημειώθηκε η μεγάλη μετανάστευση των οικονομολόγων από την Αυστρία, την Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη, στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλοι τους είχαν εμπειρία, από πρώτο χέρι δημιουργημένες, από τον υπερ-πληθωρισμό. Ήταν λοιπόν φυσική συνέπεια οι βαρυσήμαντες προειδοποιήσεις εκείνα τα χρόνια για τον ακραίο αντιπληθωρισμό, να στρέφονται εναντίον του σοβαρού κινδύνου του πληθωρισμού. Η αντίληψη αυτού του ανύπαρκτου κινδύνου ήταν ιδιαίτερα έντονη στις Ομοσπονδιακές Τράπεζες, αυτές, πάνω από κάθε τι άλλο, ήταν τα παραδεδεγμένα κέντρα της καθιερωμένης οικονομικής σοφίας Η αντίληψη αυτή εμπόδισε το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα από το να διευκολύνει πιο ουσιαστικά τη θέση των όλο και περισσότερο πολιορκημένων εμπορικών τραπεζών. Αν και ο φόβος του πληθωρισμού ήταν η πιο σημαντική δύναμη που ακινητοποιούσε την οικονομική σκέψη, δύο άλλοι παράγοντες είχαν μεγάλη επίδραση εκείνα τα χρόνια.

Ο ένας ήταν η αντίληψη για τον καθαρτήριο ρόλο της οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα μ' αυτήν, η υπερτίμηση προκαλούσε καταστροφικές αν και συνήθως ακαθόριστες, αναστατώσεις στο οικονομικό σύστημα. Η ανάκαμψη θα μπορούσε να. έρθει μόνον όταν οι αναστατώσεις αυτές είχαν εξαφανιστεί. Ο αντιπληθωρισμός και η πτώχευση ήταν τα φυσικά διορθωτικά μέσα. Ο Τζόζεφ Σούμπετερ, που ήταν υπουργός Οικονομικών της χώρας του, στο διάστημα του μεγαλύτερου μέρους του αυστριακού πληθωρισμού, άρχισε να παρουσιάζεται τώρα σαν σημαντικό πρόσωπο στο αμερικανικό οικονομικό προσκήνιο: Υποστήριξε την άποψη πώς το οικονομικό σύστημα, έπρεπε, χρησιμοποιώντας τον μαρασμό, να αποβάλει μόνο του τα δηλητήρια. Μελετώντας την ιστορία των οικονομικών κύκλων, κατέληξε στο συμπέρασμα πώς καμία ανάρρωση δεν θα διαρκούσε ποτέ μέχρι να συμβεί η αποδηλητηρίαση αυτή, και πως κάθε κρατική επέμβαση που αποσκοπούσε να κάνει πιο γρήγορη την ανάρρωση, καθυστερούσε μονάχα την θεραπεία και φυσικά την ίδια την ανάρρωση. Ο Λάϊονελ Ρόμπιvς, που όπως σημειώσαμε ήταν ο πιο γνωστός εκπρόσωπoς της Βρετανικής ορθοδοξίας, προσφέρει ουσιαστικά την ίδια συμβουλή στο πιο φημισμένο βιβλίο σχετικά με το μαρασμό: «κανείς δεν επιδιώκει τις πτωχεύσεις. Σε κανένα δεν αρέσουν τέτοιες ρευστοποιήσεις ... Αλλά όταν το μέγεθος των κακών επενδύσεων και των μεγάλων χρεών έχει περάσει κάποιο όριο, τα μέτρα που αναβάλλουν την ρευστoπoίηση έχουν την τάση να χειροτερεύουν μονάχα τα πράγματα» . Μία σχετικά ωμή διατύπωση ήλθε απο τον υπουργό Οικονομικών Άντριου Μέλλον: Για να προχωρήσει η ανάρρωση, ηταν η συμβουλή του, η χώρα έπρεπε να ρευστοποιήσει το εργατικό δυναμικό, να ρευστοποιήσει τις μετοχές, να ρευστοποιήσει τους αγρότες, να ρευστοποιήσει τις ακίνητες περιουσίας.

Τελικά, υπήρχε και το σύνδρομο της εμπορικής εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με αυτό, που ήταν μια μεγάλη δύναμη εκείνη την εποχή και που τα χνάρια της παραμένουν ακόμα, οι απόψεις των τραπεζιτών και των επιχειρηματιών έπρεπε να είναι σεβαστές ακόμα και όταν είναι λαθεμένες και θετικά εχθρικές στην ανάρρωση. Γιατί αν γίνονταν ενέργειες αντίθετες απ' αυτές τις απόψεις, η εμπορική εμπιστοσύνη θα ζημιόνoνταν. Και ζημιωμένη εμπιστοσύνη θα σήμαινε μειωμένες επενδύσεις, μειωμένη παραγωγή, μειωμένη εργατική απασχόληση και χειροτέρεψη του μαρασμού. Τα σωστά βήματα, συνεπώς, αν γίνονταν σε αντίθεση με τις απόψεις των επιχειρηματιών και της οικονομικής κοινότητας, θα ήταν τα λαθεμένα βήματα, Αφού οι πιο σεβαστοί από τους επιχειρηματίες και τους τραπεζίτες φοβόντουσαν την επέμβαση του κράτους για την παροχή ανακούφισης στους απόρους, για την εξασφάλιση δουλειάς στους άνεργους, και γενικά για την αύξηση της ζήτησης, το σύνδρομο της εμπιστοσύνης ήταν δυναμικά τοποθετημένο με το μέρος της αδράνειας. Ο Χέρμπερτ Χούβερ πίστευε έντονα στο σύνδρομο της εμπιστοσύνης, και μέχρι το τέλος προσπαθούσε να προσηλυτίσει τον διάδοχό του. Σε μια επιστολή του στον Ρούζβελτ, στις αρχές του 1933, διατύπωσε την πεποίθησή του πως "μία πoλύ σύντομη δήλωσή σας σχετικά με δύο ή τρεις πολιτικές της κυβέρνησή σας, θα χρησίμευε σε μεγάλο βαθμό για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και να προκαλέσει την επανάληψη της πορείας προς την ανάρρωση». Μέσα στις υποσχέσεις που πίστευε πως θα κάναν το περισσότερο καλό στην εμπιστοσύνη ήταν εκείνη για το πρόγραμμα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, μαζί με όλα όσα συνεπάγονταν για τις δαπάνες για ανακούφιση και εργατική απασχόληση και για «την μη μεταβολή ή τον πληθωρισμό του νομίσματος».

Απ' τη στιγμή που άρχισε η αντιπληθωριστική κίνηση των τιμών και η μείωση της παραγωγής, καινούργιες δυνάμεις προστέθηκαν για να τις διατηρήσουν και να τις κάνουν να έχουν πολλαπλό αποτέλεσμα. Όπως σημειώσαμε, οι καμένοι και τρομαγμένοι άνθρωποι μείωσαν τις αγορές τους. Αυτό επηρέασε τις τιμές, την παραγωγή, και τον αριθμό εργατών και των προμηθευτών τους, Όλα αυτά ειχαν πρόσθετη επίδραση στη ζήτηση. Και οι καμένοι και τρομαγμένοι επενδυτές σταμάτησαν να επενδύουν, και φύλαγαν τα μετρητά τους. Το εισόδημα που αποταμιεύονταν λοιπόν, δεν επενδύονταν πια, ουτε ξοδεύονταν, και αυτό ειχε μια ακόμα πρόσθετη επίδραση. Οι εργάτες παράλληλα, έχασαν την δουλειά τους και μείωσαν τα έξοδά τους. Το αποτέλεσμα ηταν να πέσουν οι τιμές και η παραγωγή, με επιπρόθετες επιδράσεις στις τιμές, στην παραγωγή και την εργατική απασχόληση. Κανείς, δεν είχε, τότε ή αργότερα, αποδώσει συγκεκριμένη ή έστω και ακαθόριστη βαρύτητα σ' αυτές τις διάφορες αντιπληθωριστικές δυνάμεις. Δύο, όμως, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του χρήματος, ή τις προσδοκίες του, απαιτούν ξέχωρη προσοχή.

Η πρώτη ήταν η τάση, καθώς χειροτέρευε ο μαρασμός το 1930, το 1931 και το 1932, να ζητούν οι επιχειρήσεις που είχαν κάποιο έλεγχο πάνω στις τιμές τους - το είδος του ελέγχου που, ας πούμε, δεν έχουν οι αγρότες -ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με το να μειώνουν τους μισθούς για να καλύψουν το μειωμένο κέρδος. Όταν εγινε αυτό, το μιμήθηκαν και άλλες επιχειρήσεις. Σε λίγο δημιουργήθηκε η καθοδική, σπειροειδής κίνηση. Το αντίθετο της σύγχρονης πληθωριστικής ανοδικής κίνησης. Αντί οι τιμές να έλκουν προς τα πάνω τους μισθούς, και οι μισθοί να τραβούν προς τα πάνω τις τιμές, οι τιμές εξανάγκασαν σε πτώση τους μισθούς, έτσι που κάθε αφαίρεση από τις τιμές οδηγούσε σε μια νέα περίοδο μείωσης των μισθών. Ο πρόεδρος Χούβερ εξακολούθησε να αντιτίθεται σ' αυτές τις μειώσεις των μισθών, χωρίς όμως να έχει κανένα φανερό αποτέλεσμα. Πίστευε πως αυτές μείωναν την αγοραστική δύναμη και χειροτέρευαν τον αντιπληθωρισμό.

Με τον ερχομό της νέας οικονομικής πολιτικης, του NEW DEAL του Ρουζβελτ, το ουσιαστικό καθήκον της N.R.A. (National Recovery Admίnίstraιίοn =Εθνική Διοίκηση για την Ανάρρωση) ήταν να σταματήσει αυτη την ελικοειδή πτώση. Η μέθοδός της ήταν άμεση επέμβαση, το αντίστοιχο του κατοπινού ελέγχου στις τιμές και τους μισθούς, που είχε σκοπό να σταματήσει την πτώση. Οι οικονομολόγοι της εποχής βαθμολογούσαν άσχημα και τον Χούβερ, και την NRA. Τέτοια επέμβαση ερχονταν σε αντίθεση με την ελεύθερη και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών. Η παρεμπόδιση της μείωσης των μεροκάματων και των μισθών εκανε αδύνατες τις κανονικές και επιθυμητές μειώσεις των εργατικών εξόδων. Τέτοιες μειώσεις οδηγούσαν σε πιο επικερδείς επιχειρήσεις και περισσότερη απασχόληση. Το ότι η μείωση των μισθών είχε άσχημη επίδραση στη συνολική αγοραστική δύναμη δεν το θεωρούσαν σημαντικό.
Στο τέλος επιβλήθηκε η ορθόδοξη άποψη της NRA. Η δραστηριότητά της ήταν ευπρόσδεκτη σε μεγάλο βαθμό. Κάτω απ' το πιο απομακρυσμένο πια φως της ιστορίας, η άποψη του προέδρου Χούβερ και της NRA φαίνεται τώρα πολύ πιο σωστή απ' ότι εκείνη την εποχή. Υπάρχουν σήμερα πoλύ λίγες αμφιβολίες για το ότι στη σύγχρονη βιομηχανική οικονομία, οι τιμές και οι μισθοί μπορούν να αλληλοεπηρεάζονται, για να δημιουργήσουν δυνατές, αυτόνομες κινήσεις στα χρηματικά εισοδήματα και στις τιμές. Και η άμεση επέμβαση για το σταμάτημα αυτών των κινήσεων, είναι ένα πρόβλημα που εμφανίστηκε συχνά στην οικονομική πολιτική, στα σαράντα χρόνια, μετά από την NRA. Ο Χούβερ και οι θεμελιωτές της NRA αντιδρούσαν μ' ένα ξεκάθαρο τρόπο στις περιστάσεις, που ήσαν, όπως συνήθως, καλύτερος καθοδηγητής των ενεργειών απ' ότι η κυρίαρχη θεωρία.

Η άλλη αντιπληθωριστική δύναμη, που πρέπει να υπογραμμίσουμε εκείνα τα χρόνια, ήταν οι τραπεζικές αποτυχίες. Κι' αυτη λειτουργούσε με την συσσώρευση αποτελεσμάτων. Μόλις έβγαινε η φήμη πως μια τράπεζα βρίσκονταν σε δυσκολία, ο κόσμος έτρεχε, όπως πάντα, για τα χρήματα, που είχε σε καταθέσεις εκεί. Και τότε, ακόμα και η καλύτερη τράπεζα αντιμετώπιζε προβλήματα. Καθώς σχηματίζονταν ουρές εξω από μια τράπεζα, η ανησυχία κυρίευε τις γειτονικές.

Σε μία περιγραφή, που είναι η καλύτερη, από πρώτο χέρι, τέτοιας εμπειρίας, ο Μάρινερ Hκλς, που έγινε αργότερα πρόεδρος του Διοικητικου Συμβουλίου του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος, αλλά τότε διοικούσε μια ομάδα τραπεζών με μεγάλη φήμη στη Γιούτα, διηγείται τι συνέβηκε σε μια απ' τις τράπεζές του, όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως το διπλανό ίδρυμα, η Πολιτειακή Τράπεζα του Όγκντεν δεν θα ανοιγε τις πόρτες της εκείνη τη μέρα: Είπα ... (στο προσωπικό) τι πρόκειται ν' αντιμετωπίσουνε σε λίγες ώρες. «Αν θέλετε να κρατήσετε ανοιχτη αυτή την τράπεζα», δήλωσα, «πρέπει να παίξετε το ρόλο σας.
http://tassosanastassopoulos

Subscribe

Οι αναρτήσεις του blog είναι ως επι των πλείστων από άλλες διαδυκτυακές ιστοσελίδες και γίνεται επιλογή τους απο την ομάδα μας. Οι αναρτήσεις δεν σημαίνει οτι αποτελούν και την άποψη μας. Μπορείτε να σχολιάζεται ελεύθερα οτι θέλετε. Μπορείτε επίσης ελέυθερα να αντιγράφεται τις αναρτήσεις μας αυτούσιες ή σε τμήματα αρκεί να αναφέρεστε στην πηγή με ενεργό link
(ΑΝ ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΔΙΚΑΙΏΜΑΤΑ ΣΥΓΓΡΑΦΈΩΝ, ΠΑΡΑΚΑΛΟΎΜΕ ΕΝΗΜΕΡΏΣΤΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΑΦΑΙΡΈΣΟΥΜΕ.)